πυραυλοκίνητος

πυραυλοκίνητος
η , ο [ος , ον ] ракетный; реактивный;

πυραυλοκίνητοςο βλήμα — реактивный снаряд;

πυραυλοκίνητοςη μηχανή — реактивный двигатель


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πυραυλοκίνητος" в других словарях:

  • πυραυλοκίνητος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με τη βοήθεια πυραύλων («πυραυλοκίνητο διαστημικό όχημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύραυλος + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • πυραυλοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με πύραυλο. Ουσ. πυραυλοκίνηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»